- ἐπινομαί
- ἐπινομήa grazing over the boundariesfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινομή — ἐπινομή, ἡ (Α) [νομή] 1. διάδοση, εξάπλωση, ιδίως μτφ. για τη φωτιά («οὐκ ἂν ἔφθασεν ἡ βοήθεια τὴν ἐπινομήν», Πλούτ.) 2. απαίτηση βοσκής 3. διαταγή, παραγγελία 4. στον πληθ. ἐπινομαί επίθεση επιδέσμου … Dictionary of Greek